Χαλάσματα

Χαλάσματα
I
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας, του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παππαδατών.
II
Μικρό νησί στην ακτή της Τροιζήνας, μεταξύ του επίσης μικρού νησιού Μπούρτζι και του στομίου Σταυρός του πόρου του Γαλατά. Στο νησί υπήρχε λοιμοκαθαρτήριο στα χρόνια του Κυβερνήτη και του Όθωνα, γι’ αυτό και ονομαζόταν και Λαζαρέτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλάσματα — χάλασμα slackened condition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Prosilio — (Greek: Προσήλιο, literally sunward place ) is a Greek village located 48 km southeast of Ioannina in the municipality of Tzoumerka (Ioannina Prefecture, Epirus), Greece. Its population is 142 people (2001 census). Until the early 20th… …   Wikipedia

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • γκρέμισμα — και γκρέμνισμα, το 1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό 2. κατεδάφιση 3. ανατροπή, κατάλυση 4. πληθ. τα γκρεμίσματα ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

  • ερειποτόπιον — ἐρειποτόπιον, τὸ (AM) τόπος γεμάτος από ερείπια, γεμάτος χαλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω + τόπιον, αντί *ερειπιοτόπιον] …   Dictionary of Greek

  • ησκιωτικός — ή, ό [ησκιώνω] 1. (για τόπο) σκιερός, σκιαζόμενος 2. (για πράγματα ή δέντρα) αυτός που απλώνει πυκνή σκιά 3. το ουδ. ως ουσ. το (η)σκιωτικό πονηρό, κακοποιό πνεύμα, ήσκιος («στα χαλάσματα βγαίνουν τη νύχτα ησκιωτικά») …   Dictionary of Greek

  • καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ …   Dictionary of Greek

  • ρημαδιό — το, Ν 1. ρημάδι 2. τόπος γεμάτος με ερείπια, με χαλάσματα («η πόλη έγινε ρημαδιό από τον σεισμό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ιό (πρβλ. προξεν ιό)] …   Dictionary of Greek

  • χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”